- οστρακώ
- ὀστρακώ -όω (Α) [όστρακον]1. θρυμματίζω, κάνω κάτι θρύψαλα, μεταβάλλω σε μικρά τεμάχια σαν θρύψαλα σπασμένου αγγείου2. κάνω κάτι σκληρό σαν όστρακο («τὸ δε πῡρ... καὶ δέρμα καίει καὶ ὀστρακοῑ», Αριστοτ.)3. στρώνω μια επιφάνεια με ασβεστοκονίαμα που περιέχει μικρές πέτρες και τριμμένα κεραμίδια, επιστρώνω δάπεδο με οστρακοκονία4. (για ψωμί) ξεροψήνομαι, αποκτώ σκληρό περίβλημα με το ψήσιμο5. παθ. ὀστρακοῡμαι, -όομαια) γίνομαι κομμάτια, συντρίβομαι, θρυμματίζομαιβ) καλύπτομαι με σκληρό περίβλημα σαν όστρακο.
Dictionary of Greek. 2013.